κοσταρίζω

κοσταρίζω
κοσταρίζω και κοστάρω (M)
1. προσεγγίζω, πλησιάζω κάπου
2. προσορμίζομαι
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κοσταρισμένος, -η, -ον
κοντινός, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκοστάρησα τού κοστάρω, κατά το σχήμα ἔσχισα: σχίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοστάρισμα — το [κοσταρίζω] (για πλοία) ακοστάρισμα, προσέγγιση, προσόρμηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”